υδρόσφυρο

υδρόσφυρο
το, Ν
φυσ. φαινόμενο που συνίσταται σε μεταβολή τής πίεσης τού νερού, τού αργού πετρελαίου ή άλλου υγρού λόγω τής απότομης μεταβολής τής ταχύτητας ροής του και το οποίο συνοδεύεται από έναν χαρακτηριστικό κρότο που θυμίζει χτύπημα σφυριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημ. όρου, πρβλ. αγγλ. wafer «νερό» hammer «σφυρί»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”